- ατόνιστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν είναι προσαρμοσμένος σε μουσική: Πολλά ωραία ποιήματα είναι ατόνιστα.2. αυτός που δεν έχει το σημάδι του τόνου: Πολλές λέξεις τις έχει αφήσει ατόνιστες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.